Νέο Μικρό Χωριό — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ.) του νομού Ευρυτανίας … Dictionary of Greek
Παλαιά — Μικρό χωριό της αρχαίας Αιολίδας (Μυσία Μικράς Ασίας), κοντά στην πόλη Άστυρα και στη λίμνη Σάπρα. Αναφέρεται από τον Στράβωνα (15,614) αλλά μέχρι σήμερα δεν προσδιορίστηκε η ακριβής θέση του. Στο χωριό αυτό κατέληγε μία υπόγεια σπηλιά, μήκους… … Dictionary of Greek
Κουτσούκης, Κλεομένης — (Μικρό Χωριό Ευρυτανίας 1936 –). Δικηγόρος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο τμήμα οικονομικών και πολιτικών επιστημών του ίδιου πανεπιστημίου, συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στα πανεπιστήμια… … Dictionary of Greek
Χοιροκοιτία — Μικρό χωριό της Κύπρου, στην επαρχία της Λάρνακας. Είναι γνωστό από την περίφημη μάχη, που έγινε κοντά σε αυτό, το καλοκαίρι του 1426, ανάμεσα στον Ιανό Λουζινιάν της Κύπρου και τους Σαρακηνούς. Στη μάχη εκείνη ο Ιανός νικήθηκε και αιχμαλωτίστηκε … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Μουσείο Αγροτικής Ιστορίας και Λαϊκής Τέχνης (Κρήτης) — Σε ένα από τα χτισμένα σε παραδοσιακή αρχιτεκτονική κτίρια των ξενοδοχειακών συγκροτημάτων Αρόλιθος (11ο χλμ. παλαιάς εθνικής οδού Ηρακλείου Ανωγείων Ρεθύμνου, κοντά στο χωριό Τύλισσος) λειτουργεί από το Νοέμβριο του 1999 ένα λαογραφικό μουσείο… … Dictionary of Greek
χωριουδάκι — το, Ν υποκορ. 1. μικρό χωριό 2. (θωπευτ.) αγαπημένο, ποθητό χωριό («χωριό μου, χωριουδάκι μου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριό + υποκορ. κατάλ. ουδάκι (πρβλ. λαγ ουδάκι)] … Dictionary of Greek
Πάφος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος και διάδοχος του Κινύρα, του ιδρυτή της θρησκείας της Αφροδίτης στην Κύπρο. Ο Π. πήρε το όνομά του από την ομώνυμη αρχαία πόλη του νησιού, όπου ο πατέρας του διετέλεσε πρωθιερέας του ναού της Αφροδίτης και πρώτος… … Dictionary of Greek
Agathonisi — Gemeinde Agathonisi Δήμος Αγαθονησίου (Αγαθονήσι) … Deutsch Wikipedia
κατολίσθηση — Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων ξεκολλούν από τις πλαγιές των ορεινών αναγλύφων και ολισθαίνουν προς τα χαμηλότερα μέρη, επάνω σε ένα υπόβαθρο ολίσθησης, που αποτελείται από τα υποκείμενα πετρώματα. Κ. επίσης ονομάζεται το… … Dictionary of Greek